ἵστατ'

ἵστατ'
ἵ̱στατο , ἵστημι
make to stand
imperf ind mp 3rd sg
ἵ̱στατε , ἵστημι
make to stand
imperf ind act 2nd pl
ἵστατε , ἵστημι
make to stand
pres imperat act 2nd pl
ἵστατε , ἵστημι
make to stand
pres ind act 2nd pl
ἵσταται , ἵστημι
make to stand
pres ind mp 3rd sg
ἵστατο , ἵστημι
make to stand
imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
ἵστατε , ἵστημι
make to stand
imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έναντα — ἔναντα (Α) επίρρ. με γεν. ή δοτ. 1. απέναντι, αντίκρυ, κατά πρόσωπο («ἔναντα Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.) 2. κατά τον Ησύχ. «φανερῶς» …   Dictionary of Greek

  • κονία — η (ΑM κονία, Α επικ. τ. κονίη) [κόνις] αλισίβα, σταχτόνερο νεοελλ. 1. η συνδετική ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τών κονιαμάτων 2. το επίχρισμα των τοίχων, αμμοκονία, σοβάς μσν. αρχ. τέφρα, στάχτη αρχ. 1. σκόνη, κονιορτός («ποδῶν δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”